- περικάμπτω
- ΝΑ1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ολόγυρα, κάνω κάτι κυρτό γύρω γύρω2. προσπερνώ, παρακάμπτωαρχ.1. διαγράφω πλήρη καμπή2. λυγίζω κάτι γύρω ή πάνω από κάτι άλλο3. κάνω στροφή και κατευθύνομαι κάπου4. προχωρώ, βαδίζω έτσι ώστε να αποφύγω κάτι5. (για άρμα, άλογο) περιφέρομαι, τρέχω ολόγυρα6. παρέρχομαι, αποφεύγω.
Dictionary of Greek. 2013.