περικάμπτω

περικάμπτω
ΝΑ
1. κάμπτω, λυγίζω κάτι ολόγυρα, κάνω κάτι κυρτό γύρω γύρω
2. προσπερνώ, παρακάμπτω
αρχ.
1. διαγράφω πλήρη καμπή
2. λυγίζω κάτι γύρω ή πάνω από κάτι άλλο
3. κάνω στροφή και κατευθύνομαι κάπου
4. προχωρώ, βαδίζω έτσι ώστε να αποφύγω κάτι
5. (για άρμα, άλογο) περιφέρομαι, τρέχω ολόγυρα
6. παρέρχομαι, αποφεύγω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • περικάμπτει — περικάμπτω pres ind mp 2nd sg περικάμπτω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάμπτοντα — περικάμπτω pres part act neut nom/voc/acc pl περικάμπτω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάμψαι — περικάμπτω aor inf act περικάμψαῑ , περικάμπτω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαμπτέσθω — περικάμπτω pres imperat mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαμπτέσθωσαν — περικάμπτω pres imperat mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαμπτέτωσαν — περικάμπτω pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικαμφθείσης — περικάμπτω aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάμπτειν — περικάμπτω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάμπτεται — περικάμπτω pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περικάμπτοντες — περικάμπτω pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”